- λίτρα
- η (AM λίτρα)νεοελλ.1. παλαιά ονομασία τού λίτρου2. βυζαντινή μονάδα βάρους τών νομισμάτων τής αυτοκρατορίας ίση με 327,456 γραμμάριανεοελλ.-μσν.βενετικό νόμισμα ίσο με το 1 / 6 τού δουκάτουμσν.μονάδα επιφανείας ίση με το 1 / 40 τού μοδίουμσν.-αρχ.ρωμαϊκό μέτρο βάρους ίσο με 12 ουγγιέςαρχ.1. αργυρό σικελικό νόμισμα2. μέτρο χωρητικότητας ίσο με μία ιταλική κοτύλη3. (κατά τον Φώτ.) η λιτροδόκη*4. ο αστερισμός τού Ζυγού5. φρ. «λίτραν ἐτῶν ζήσας» — λεγόταν για κάποιον που έζησε 72 χρόνια (διότι από μία λίτρα χρυσού κόβονταν 72 χρυσά νομίσματα).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεσογειακή λ., πιθ. από τη Σικελία, που ανάγεται σε τ. *līprā. Εκ παραλλήλου με την Ελληνική, τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή lībra.ΠΑΡ. αρχ. λιτραίος, λιτριαίος, λιτρίζω.ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. λιτροδόκη, λιτροσκόποςμσν.λιτροβουλής, λιτρόμηλον. (Β' συνθετικό) αρχ. δεκάλιτρος, ημιλίτριον, ημίλιτρον, πεντάλιτρος].
Dictionary of Greek. 2013.